- κατοστή
- και εκατοστή, ἡφρ. «καμιά (ε)κατοστή» — περίπου εκατό.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο θηλ. τού ἑκατοστός < εκατόν].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατοσταριά — ή φρ. «καμιά κατοσταριά» περίπου εκατό, πάνω κάτω εκατό. [ΕΤΥΜΟΛ. < (ε)κατοστή + κατάλ. αριά, (πρβλ. διακοσ αριά, εικοσ αριά)] … Dictionary of Greek